-
1 ὑπ-εξ-αίρεσις
ὑπ-εξ-αίρεσις, ἡ, das Heraus- u. Wegnehmen, das heimliche od. allmälige Wegnehmen; Plut. non posse 3 Num. 9; τοῦ ἀλγύνοντος, allmälige Entfernung, D. L. 2, 89; μεϑ' ὑπεξαιρέσεως, allmälig, Simplic. ad Epict.
-
2 ὑπεξαίρεσις
A removal,τοῦ ἀλγοῦντος Epicur.Sent.3
( ἐξαίρεσις a better reading, acc. to Demetr.Lac.Herc.1012.23);τοῦ ἀλλοτρίου Gal.14.681
;τῶν ἀποφατικῶν Stoic.2.84
; μεθ' ὑπεξαιρέσεως with a reservation, Epict.Ench.2.2, M.Ant.4.1, Stoic.3.149, cf. D.S. 12.21 (pl.), Artem.1.52;καθ' ὑπεξαίρεσίν τινος S.E.M.8.479
; εἶχεν ὑ. τοῦ μὴ ὅμοιον εἶναι .. A.D. Adv.205.21: hence in Rhet., a treating as exceptional, Alex.Fig.1.7.2 refutation, opp. πίστις, Phld.Rh. 1.202 S. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξαίρεσις
-
3 ὑπεξαίρεσις
ὑπ-εξ-αίρεσις, ἡ, das Heraus- u. Wegnehmen, das heimliche od. allmähliche Wegnehmen; τοῦ ἀλγύνοντος, allmähliche Entfernung; μεϑ' ὑπεξαιρέσεως, allmählich
См. также в других словарях:
υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… … Dictionary of Greek