-
1 ὑπεξαίρεσις
A removal,τοῦ ἀλγοῦντος Epicur.Sent.3
( ἐξαίρεσις a better reading, acc. to Demetr.Lac.Herc.1012.23);τοῦ ἀλλοτρίου Gal.14.681
;τῶν ἀποφατικῶν Stoic.2.84
; μεθ' ὑπεξαιρέσεως with a reservation, Epict.Ench.2.2, M.Ant.4.1, Stoic.3.149, cf. D.S. 12.21 (pl.), Artem.1.52;καθ' ὑπεξαίρεσίν τινος S.E.M.8.479
; εἶχεν ὑ. τοῦ μὴ ὅμοιον εἶναι .. A.D. Adv.205.21: hence in Rhet., a treating as exceptional, Alex.Fig.1.7.2 refutation, opp. πίστις, Phld.Rh. 1.202 S. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεξαίρεσις
См. также в других словарях:
υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… … Dictionary of Greek