-
1 μετ-όπιν
μετ-όπιν, = μετόπισϑε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.
См. также в других словарях:
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
μετόπιν — (Α) επίρρ. μετόπισθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + θ. οπι (πρβλ. ὄπι σθεν) + ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ όπιν] … Dictionary of Greek