-
1 μετ-οίκησις
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνϑένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
-
2 μετοίκησις
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts -
3 μετοικησις