-
1 μετ-εύχομαι
μετ-εύχομαι, anders wünschen, einen neuen Wunsch an die Stelle des früheren setzen, οἶσϑ' ὡς μέτευξαι, Eur. Med. 588.
-
2 μετεύχομαι
μετ-εύχομαι, anders wünschen, einen neuen Wunsch an die Stelle des früheren setzen
См. также в других словарях:
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek