-
1 ενδύω
μετ.1) одевать; 2) мор. обшивать судно;ενδύομαι — одеваться
-
2 μετενδυω
(aor. μετενέδυσα) переодевать, надевать взамен(θοἰμάτιον βαρβαρικόν Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; καθάπερ ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.)
1 ενδύω
ενδύομαι — одеваться
2 μετενδυω
(θοἰμάτιον βαρβαρικόν Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; καθάπερ ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.)