-
1 μετ-εις-δύνω
μετ-εις-δύνω (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.
-
2 μετειςδύνω
μετ-εις-δύνω, aus einem ins andere eindringen, hinübergehen
См. также в других словарях:
μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek