-
1 μετ-αυχένιος
μετ-αυχένιος, zwischen, hinter dem Halse befindlich, Poll. 2, 117.
-
2 μεταυχένιος
μετ-αυχένιος, zwischen, hinter dem Halse befindlich
См. также в других словарях:
μεταυχένιος — μεταυχένιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πίσω από τον αυχένα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταυχένια (κατά τον Πολυδ.) «τὰ δὲ ἑκατέρωθεν ὠμοπλατῶν πτερύγια, ὧν τὰ πλάγια μεταυχένια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐχένιος (< αὐχήν, αὐχένος),… … Dictionary of Greek