-
1 μετέλευσις
II Medic., change of treatment, Sor.2.15,29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέλευσις
См. также в других словарях:
προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… … Dictionary of Greek
συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή … Dictionary of Greek
παρέλευση — η / παρέλευσις, εύσεως, ΝΜ 1. το πέρασμα κοντά ή μπροστά από κάτι, η διάβαση 2. (για χρόνο και για υποδιαιρέσεις του) πάροδος («μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος») μσν. μτφ. ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»… … Dictionary of Greek
μετέλευσις — μετέλευσις, ἡ (Α) 1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή 2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας 3. καταδίωξη ή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»] … Dictionary of Greek