Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μετ-έλευσις

См. также в других словарях:

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή …   Dictionary of Greek

  • παρέλευση — η / παρέλευσις, εύσεως, ΝΜ 1. το πέρασμα κοντά ή μπροστά από κάτι, η διάβαση 2. (για χρόνο και για υποδιαιρέσεις του) πάροδος («μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος») μσν. μτφ. ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»… …   Dictionary of Greek

  • μετέλευσις — μετέλευσις, ἡ (Α) 1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή 2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας 3. καταδίωξη ή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»