Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μετᾰρίθμιος

См. также в других словарях:

  • μεταρίθμιος — μεταρίθμιος, ον (Α) 1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων 2. (κατ επέκτ.) ο ισότιμος 3. αυτός που λαμβάνεται υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν αρίθμιος, ισ αρίθμιος] …   Dictionary of Greek

  • μεταρίθμιος — counted among masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταρίθμιον — μεταρίθμιος counted among masc/fem acc sg μεταρίθμιος counted among neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»