-
1 μεταρίθμιος
μεταρίθμιοςcounted among: masc /fem nom sg -
2 μεταρίθμιος
μετᾰρίθμιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταρίθμιος
-
3 μεταρίθμιον
μεταρίθμιοςcounted among: masc /fem acc sgμεταρίθμιοςcounted among: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀρίθμιος
II reckoned, counted,μέτ' ἀθανάτοισιν ἀ. Rhian.1.16
; ἐν καὶ ὄνος κείνοισιν ἀ. prob. in Opp.H.1.151;ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀ. D.P.263
; cf. μεταρίθμιος, ἐναρίθμιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρίθμιος
См. также в других словарях:
μεταρίθμιος — μεταρίθμιος, ον (Α) 1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων 2. (κατ επέκτ.) ο ισότιμος 3. αυτός που λαμβάνεται υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν αρίθμιος, ισ αρίθμιος] … Dictionary of Greek
μεταρίθμιος — counted among masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρίθμιον — μεταρίθμιος counted among masc/fem acc sg μεταρίθμιος counted among neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)