-
1 μετορχιον
См. также в других словарях:
μετόρχιον — μετόρχιον, τὸ (Α) διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο σειρών δέντρων ή κλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ορχιον (< ὄρχος «σειρά οπωροφόρων δέντρων») … Dictionary of Greek
μετόρχιον — space between rows of vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)