-
1 μετοπισθε
Iadv.1) сзади, позади(μή τις μ. μιμνέτω Hom.)
2) впоследствии, после(καὴ παίδων παῖδες, τοί κεν μ. γένωνται Hom.)
II(Ἄτης Hom.)
μ. νεός Hom. — позади корабля -
2 μετοπιν
См. также в других словарях:
μετόπισθε — (Α) βλ. μετόπισθεν … Dictionary of Greek
μετόπισθε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόπισθ' — μετόπισθε , μετόπισθε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόπισθεν — μετόπισθε nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποπίζομαι — ἐποπίζομαι (Α) λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)] … Dictionary of Greek
μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… … Dictionary of Greek