-
1 μετον
-
2 μετειμι
I[εἰμί]1) находиться (быть) (по)средиὄφρα ζωοῖσι μετείω Hom. — пока я в живых;
φθιμένοισι μ. Hom. — быть среди погибших, т.е. погибнуть;οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται Hom. — ведь никакого перерыва (в сражении) не будет2) преимущ. impers. быть уделом, относитьсяφροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ Xen. — (никакие) заботы ее не касались;
τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος ; Aesch. — что тебе в этом?;κἀμοὴ πόλεως μέτεστιν, οὐχὴ σοὴ μόνῳ Soph. — город принадлежит и мне, не тебе одному;μέτεστί θ΄ ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος Eur. — есть и ваше участие в совершившемся;ἐμοὴ τούτων οὐδὲν μέτεστι Plat. — ничто из этого не имеет ко мне (никакого) отношения;μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc. — у всех - равный удел, т.е. равные права и обязанностиII[εἶμι] (impf. μετῄειν, fut. μέτειμι, part. aor. 1 med. μετεισάμενος)1) идти следом, следовать(ταὐτὸν ἴχνος Plut.; ἴθ΄, ἐγὼ δὲ μέτειμι Hom.)
2) преследовать(δίκας Aesch. и δίκῃ τινά Eur.)
δόλῳ μ. τὸν φόνον Eur. — хитростью совершить убийство3) заниматься, изучать, насаждать(τέχνην τινά Plat.; σοφίαν Xen.)
ἐάν τις ὀρθῶς μετίῃ Plat. — если кто правильно исследует4) добиваться, искать, выпрашивать(ὑπατείαν Plut.)
5) просить, умолять(τινὰ θυσίῃσι Her.; ἕκαστον τῶν πολιτῶν Thuc.)
6) идти или отправляться за (чем-л.)(τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ Xen.)
οἱ (ἱρέες) μετήϊσαν ἄξοντες Her. — жрецы пошли, чтобы привести (Аписа);οἱ μετιόντες Her. — посланные7) переходить Luc.ἐκεῖσε δ΄ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Arph. — возвращаюсь к тому, на чем ты меня прервал
8) med. являться посреди, входить, вступатьμετεισάμενος ἐσκέδασσε φάλαγγας Hom. — врезавшись (в ряды троянцев, Эант), разметал (их) фаланги
См. также в других словарях:
μετόν — μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BURA vel BURIS — I. BURA, vel BURIS pars est temonis ima et incurva, quae Graecis γύης. Virg. Georgic. l. 1. v. 169. Continuo in silvis magnâ vi flexa domatur In burim et curvi formam accipit ulmus aratri. Huic a stirpe pedes temo protentus in octo, Binae aures,… … Hofmann J. Lexicon universale
MADATES — Uxiorum praefectus, qui ultima pro fide, quam regi suo Dario dederat, experiri statuit. Cui cum exarce, triginta Oratoribus ad deprecandum apud Alexandrum missis, spes veniae denegaretur; precibus Sisyganbis, cuius ex sorore neptem ille… … Hofmann J. Lexicon universale
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
Άνυτος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας, θετός πατέρας της θεάς Δεσποίνης. II (5ος – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο. Αθηναίος πολιτικός. Γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν στρατηγός· κατηγορήθηκε όμως για… … Dictionary of Greek
Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… … Dictionary of Greek
Βίκτωρ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησεστην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου (138 160).Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. 2. Στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας. Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα (54 68). Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Βιρμανοί — Εθνική ομάδα νοτιομογγολικής φυλής, που έχει την προέλευσή της στα νοτιοανατολικά υψίπεδα του Θιβέτ. Κατά τον 7o αι. οι Β., ακολουθώντας τον ποταμό Ιραουάντι, κατέβηκαν στη χώρα που κατοικούν σήμερα και ήρθαν σε επαφή μετον ινδικό πολιτισμό, από… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Κλάιν, Φέλιξ — (Felix Klein, Ντίσελντορφ 1849 – Γκέτινγκεν 1925). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βόνης, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1868. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν και το… … Dictionary of Greek
Ναμπού — Ασσυροβαβυλωνιακή θεότητα, που σημαίνει τον κήρυκα ή τον προφήτη. Ήταν ο θεός της γραφής και της επιστήμης και είχε την επιμέλεια πινάκων, πάνω στους οποίους έγραφε τις τύχες των ανθρώπων. Ο Ν. ήταν γιος του θεού Μεροδάχ και λατρευόταν κυρίως… … Dictionary of Greek