Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μετόν

См. также в других словарях:

  • μετόν — μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BURA vel BURIS — I. BURA, vel BURIS pars est temonis ima et incurva, quae Graecis γύης. Virg. Georgic. l. 1. v. 169. Continuo in silvis magnâ vi flexa domatur In burim et curvi formam accipit ulmus aratri. Huic a stirpe pedes temo protentus in octo, Binae aures,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MADATES — Uxiorum praefectus, qui ultima pro fide, quam regi suo Dario dederat, experiri statuit. Cui cum exarce, triginta Oratoribus ad deprecandum apud Alexandrum missis, spes veniae denegaretur; precibus Sisyganbis, cuius ex sorore neptem ille… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • Άνυτος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας, θετός πατέρας της θεάς Δεσποίνης. II (5ος – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο. Αθηναίος πολιτικός. Γιος του Ανθεμίωνα, πλούσιος βυρσοδέψης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν στρατηγός· κατηγορήθηκε όμως για… …   Dictionary of Greek

  • Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησεστην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου (138 160).Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. 2. Στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας. Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα (54 68). Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Βιρμανοί — Εθνική ομάδα νοτιομογγολικής φυλής, που έχει την προέλευσή της στα νοτιοανατολικά υψίπεδα του Θιβέτ. Κατά τον 7o αι. οι Β., ακολουθώντας τον ποταμό Ιραουάντι, κατέβηκαν στη χώρα που κατοικούν σήμερα και ήρθαν σε επαφή μετον ινδικό πολιτισμό, από… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιν, Φέλιξ — (Felix Klein, Ντίσελντορφ 1849 – Γκέτινγκεν 1925). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βόνης, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1868. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν και το… …   Dictionary of Greek

  • Ναμπού — Ασσυροβαβυλωνιακή θεότητα, που σημαίνει τον κήρυκα ή τον προφήτη. Ήταν ο θεός της γραφής και της επιστήμης και είχε την επιμέλεια πινάκων, πάνω στους οποίους έγραφε τις τύχες των ανθρώπων. Ο Ν. ήταν γιος του θεού Μεροδάχ και λατρευόταν κυρίως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»