-
1 μεταλλαξις
См. также в других словарях:
μετάλλαξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλάξει — μετάλλαξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) μεταλλάξεϊ , μετάλλαξις fem dat sg (epic) μετάλλαξις fem dat sg (attic ionic) μεταλλά̱ξει , μεταλήγω leave off aor subj act 3rd sg (epic doric) μεταλλά̱ξει , μεταλήγω leave off fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλάξεις — μετάλλαξις fem nom/voc pl (attic epic) μετάλλαξις fem nom/acc pl (attic) μεταλλά̱ξεις , μεταλήγω leave off aor subj act 2nd sg (epic doric) μεταλλά̱ξεις , μεταλήγω leave off fut ind act 2nd sg (doric) μεταλλάσσω change aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάλλαξη — η (ΑM μετάλλαξις) [μεταλλάσσω] μεταλλαγή, μεταβολή νεοελλ. 1. βιολ. η διαδικασία με την οποία η κληρονομική σύσταση ενός κυττάρου τροποποιείται και τελικά οδηγεί σε έναν γενετικά αλλαγμένο οργανισμό ή πληθυσμό κυττάρων, αλλ. μεταλλαγή 2.… … Dictionary of Greek
μεταλλάξεως — μεταλλάξεω̆ς , μετάλλαξις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλάξῃ — μεταλλάξηι , μετάλλαξις fem dat sg (epic) μεταλλά̱ξῃ , μεταλήγω leave off aor subj mid 2nd sg (doric) μεταλλά̱ξῃ , μεταλήγω leave off aor subj act 3rd sg (doric) μεταλλά̱ξῃ , μεταλήγω leave off fut ind mid 2nd sg (doric) μεταλλάσσω change aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)