-
1 μεταδουπος
ὅ обрушивающийся в середину, промежуточный, т.е. случайный, маловажный(ἡμέραι Hes.)
-
2 μετάδουπος
μετάδουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάδουπος
-
3 μετάδουπος
μετά-δουπος, (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage -
4 μεταδούπους
μετάδουποςfalling at haphazard: masc /fem acc pl -
5 μετάδουποι
μετάδουποςfalling at haphazard: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
μεταδούπους — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάδουποι — μετάδουπος falling at haphazard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)