-
1 μετωπιαίος
α, ο[ν] лобный;μετωπιαον οστούν (άντρον) — лобная кость (пазуха)
-
2 μετωπιαίος
[метопиеос] εκ. противостоящийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετωπιαίος
-
3 μετωπιαίος
[метопиеос] επ противостоящий. -
4 μετωπικός
η, ό[ν]1) см. μετωπιαίος; 2) воен, лобовой, фронтальный;μετωπικά πυρά — фронтальный огонь;
μετωπική επίθεση — лобовая, фронтальная атака
См. также в других словарях:
μετωπιαίος — α, ο (ΑΜ μετωπιαῑος, αία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό γ. «μετωπιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. ιαίος (πρβλ. ονυχ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
μετωπιαίων — μετωπιαῖος on fem gen pl μετωπιαῖος on masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπιαία — μετωπιαίᾱ , μετωπιαῖος on fem nom/voc/acc dual μετωπιαίᾱ , μετωπιαῖος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπιαίας — μετωπιαίᾱς , μετωπιαῖος on fem acc pl μετωπιαίᾱς , μετωπιαῖος on fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μετωπίδιος — μετωπίδιος, ία, ον (Α) μετωπιαίος, μετωπικός, τού μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] … Dictionary of Greek
μετωπικός — ή, ό (Α μετωπικός, ή, όν) [μέτωπον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, μετωπιαίος νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή τής στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά πυρά») 2. αυτός που γίνεται κατά… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek
ρινομετωπιαίος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που αναφέρεται ταυτόχρονα στη μύτη και στο μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + μετωπιαίος] … Dictionary of Greek