-
1 μετωπηδον
adv. фронтом вперед, тж. в один ряд, в прямую линию(μ. πλεῖν Thuc.)
τὰς πρῴρας ἐς γῆν τρέφαντες πάντες μ. Her. — повернув все корабельные носы к суше и выстроив (их) в один ряд;ἥ μ. ἔφοδος Polyb. — фронтальная атака -
2 μετωπηδόν
επίρρ. воен, в лоб, с фронта, фронтальным ударом
См. также в других словарях:
μετωπηδόν — with front foremost indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μετωπαδόν — (Α) βλ. μετωπηδόν … Dictionary of Greek
σαρισοφόρος — ο / σαρισοφόρος, ον, ΝΑ (στην αρχ. Ελλάδα) οπλισμένος με σάρισα («μετωπηδὸν ἄγειν φάλαγγα σαρισοφόρον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρισα + φόρος*] … Dictionary of Greek