-
1 μετριο-πότης
μετριο-πότης, ὁ, ein mäßiger Trinker, mäßig trinkend, Xen. Apol. 19; Superl. μετριοποτίστατος, Poll. 6, 20.
-
2 μετριοπότης
μετριο-πότης, ὁ, ein mäßiger Trinker, mäßig trinkend
См. также в других словарях:
μετριοπότης — μετριοπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει με μέτρο, με μέτριο τρόπο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek