-
1 μετρικαίς
-
2 μετρικαῖς
См. также в других словарях:
μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μετρικαίς
2 μετρικαῖς
μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)