-
1 μετρητος
3измеримыйτὰ μετρητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. — соизмеримые величины;
πένθος οὐ μετρητόν Eur. — безмерная скорбь -
2 μετρητός
η, ό[ν]1) исчислимый, измеримый;μετρητό βάθος — измеримая глубина;
2) сосчитанный, измеренный;3) наличный (о деньгах);πληρώνω τοίς μετρητοίς — платить наличными
-
3 μετρητός
[мэтритос] επ наличный (о деньгах). удовлетворительно. -
4 αμετρητος
-
5 διαμετρητος
-
6 ισοκριθος
2равный по цене ячменюτοῦ οἴνου ὅ μετρητὸς ἰ. ἐστιν Polyb. — метрет вина в одной цене с метретом ячменя
-
7 ισομετρητος
См. также в других словарях:
μετρητός — measurable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… … Dictionary of Greek
μετρητός — ή, ό αυτός που μπορεί να μετρηθεί: Μετρητή ποσότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητόν — μετρητός measurable masc acc sg μετρητός measurable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῖς — μετρητός measurable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῖσιν — μετρητός measurable masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοί — μετρητός measurable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητούς — μετρητός measurable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητή — μετρητός measurable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῷ — μετρητός measurable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)