-
1 декреметр
ο μετρητής ποσότητας του ηλεκτρικού ρεύματος, ο μετρητής της απόσβεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декреметр
-
2 дозатор
тех. о μετρητής, το δοσίμετροвесовой - η ζυγογέφυρα, ο γεφυρωτός ζυγόςобъёмный - το μετρικό δοχείο, ο μετρητής όγκουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дозатор
-
3 концентратомер
1. пищ. о μετρητής συμπυκνώματος (της τροφής) 2. (цел.-бум.) ο μετρητής περιεκτικότητας (της κυτταρίνης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентратомер
-
4 масломер
ο μετρητής λαδιούο ελαιο-μετρητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масломер
-
5 массомер
(цел.-бум.) о μετρητής μάζαςο μετρητής βάρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массомер
-
6 радиоспектрометр
ο μετρητής φάσματος των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоспектрометр
-
7 расходомер
το ροόμετρο, ο μετρητής της ροήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расходомер
-
8 счетчик
ο μετρητής2. (учётчик груза) мор. о σημειωτήςο καταμετρητής, ο μετρητής των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > счетчик
-
9 счётчик
-
10 счетчик
счетчикм ὁ μετρητής:электрический \счетчик ὁ μετρητής (или τό ρολόι) ἡλεκ-τρικοῦ ρεύματος· газовый \счетчик τό γκαζό-μετρο, τό ἀεριόμετρο[ν]. -
11 абсорбциометр
ο μετρητής απορρόφησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абсорбциометр
-
12 акселерометр
το επιταχυνσίμετροο μετρητής της επιτάχυνσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акселерометр
-
13 бензиномер
ο μετρητής της βενζίνης, το βενζινόμετροпоплавковый - με πλωτήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензиномер
-
14 бороздомер
ο μετρητής βάθους των αυλακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бороздомер
-
15 вакуумметр
ο δείκτης κενούο μετρητής κενούτο κενόμετρο. гидростатический - υδροστατικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметр
-
16 варметр
ο μετρητής ισχύος (σε βάρια)το βαριόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > варметр
-
17 ватт-варметр
ο μετρητής ισχύος σε βατ και βάριατο βαριοβατόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ватт-варметр
-
18 ваттметр
το βατόμετροο μετρητής ισχύος σε βατРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ваттметр
-
19 водомер
το υδρόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водомер
-
20 вольтметр
το βολτόμετροο μετρητής τάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вольтметр
См. также в других словарях:
μετρητής — measurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρήτης — μετρητής measurer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
μετρητής — ο 1. αυτός που μετράει, ο καταμετρητής. 2. συσκευή μέτρησης: Μετρητής θερμότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρηταῖς — μετρητής measurer masc dat pl μετρητός measurable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρηταί — μετρητής measurer masc nom/voc pl μετρητός measurable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῦ — μετρητής measurer masc gen sg μετρητός measurable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῇ — μετρητής measurer masc dat sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητήν — μετρητής measurer masc acc sg (attic epic ionic) μετρητός measurable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῶν — μετρητής measurer masc gen pl μετρητός measurable fem gen pl μετρητός measurable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)