-
1 μετουσιαστικώ
-
2 μετουσιαστικῷ
См. также в других словарях:
μετουσιαστικῷ — μετουσιαστικός denoting participation masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μετουσιαστικώ
2 μετουσιαστικῷ
μετουσιαστικῷ — μετουσιαστικός denoting participation masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)