-
1 ὀμβρέω
A rain, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός when the latter rain of autumn comes, Hes.Op. 415, cf. A.R.3.1399, Lyc.79.II trans., rain or shower down upon,ἀγαθὸν ὀ. τινί Ph.1.402
;πηγὰς γάλακτος ὀ. ἐν μαστοῖς Id.2.397
, cf. Nonn.D.2.33.3 ὀμβρεῖ· ἀτιμάζει, ὑπερισχύει, αὔξει, πιαίνει, πλήθει, Hsch.
См. также в других словарях:
ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… … Dictionary of Greek