-
1 μετοικεσία
μετοικ-εσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικεσία
-
2 μετοικέσιον
μετοικ-έσιον, τό, = foreg., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικέσιον
-
3 μετοικέτης
A one who dwells in the middle, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικέτης
-
4 μετοικέω
A change one's abode, remove to a place, c. acc. loci, E.Hipp. 837 (lyr.): c. dat. loci, settle in, Pi.P.9.83.II abs., to be a settler, reside in a foreign city, IG l.c., etc.;τοὺς μετοικοῦντας ξένους E.Supp. 892
; opp. πολιτεύεσθαι, Lys.12.20;μ. γῆς A.Supp. 609
;μ. ἐν τῇ πόλει Lys.5.2
;ἐν Μιλήτῳ ἔτη πέντε SIG633.60
(Milet., ii B.C.); (lyr.);Ἀθήνῃσι D.49.26
;παρ' ἑτέροις Isoc.Ep.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικέω
-
5 μετοίκησις
Aμ. τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Pl.Ap. 40c
;τὴν μ. τὴν ἐνθένδε ἐκεῖσε Id.Phd. 117c
, cf. Cat.Cod. Astr.7.110.2 metaph., of the transmigration of souls,τὴν ἀρίστην μ. τὴν τοῦ ἀνθρώπου.. λέοντα γίνεσθαι Ael.NA12.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοίκησις
-
6 μετοικία
μετοικ-ία, ἡ,II settlement or residence in a foreign city, A.Eu. 1018 (lyr.), Pl.Lg. 850c; μ. ἡ ἄνω sojourn in the upper world, S.Ant. 890.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικία
-
7 μετοικίζω
A lead settlers to another abode, Arist.Oec. 1352a33, OGI264.7 (Pergam.), Act.Ap.7.4;σφᾶς αὐτοὺς εἰς Ῥώμην Plu.Rom.17
: metaph., τὰς φρένας μ. Melanth. Trag.1:—[voice] Pass., Aristeas 4:—[voice] Med.,Μυτιλήνη σῶμα μετῳκίσατο IG12(2).443
(Mytil.); also, go to another country, emigrate, Ar.Ec. 754, App.Pun.84: metaph.,τὸν κλόνον εἰς ὃν ἡ ψυχὴ μετῳκίσατο Ph.1.232
.2 later intr. in [voice] Act., SIG880.45 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικίζω
-
8 μετοικικός
A consisting of μέτοικοι, Hyp.Fr. 149; in the condition of aμ., ἄνθρωπος Plu.Alc.5
; συντελεῖν εἰς τὸ μ., v.l. for μετοίκιον, Luc.Bis Acc.9.II metaph., having a part in, τινος Id.Lex.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικικός
-
9 μετοίκιον
μετοίκ-ιον, τό,A tax paid by the μέτοικοι at Athens, Eub.87, Men.35, Is.Fr.45; μ. κατατιθέναι pay it, Lys.31.9;μ. τέθηκεν D.29.3
; , etc.;προσφέρειν X.Vect.2.1
;καταβάλλειν Luc. Deor.Conc.3
; similar tax paid by freedmen, Aristomen.16.II μετοίκια, τά, = συνοίκια (q. v.), Plu.Thes.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοίκιον
-
10 μετοίκιος
μετοίκ-ιος Ζεύς, Zeus asGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοίκιος
-
11 μετοίκισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοίκισις
-
12 μετοικισμός
μετοικ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικισμός
-
13 μετοικιστέον
A one must transfer, Id.2.746c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικιστέον
-
14 μετοικιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικιστής
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий