-
1 μετοικισμος
ὁ переселение Plut. -
2 μετοικισμός
μετοικισμόςemigration: masc nom sg -
3 μετοικισμός
μετοικ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοικισμός
-
4 μετοικισμός
μετ-οικισμός, ὁ, das Versetzen in einen andern Wohnsitz, das Übersiedeln; auch das Umziehen -
5 μετοικισμοί
μετοικισμόςemigration: masc nom /voc pl -
6 μετοικισμόν
μετοικισμόςemigration: masc acc sg -
7 μετοικισις
- εως ἥ Diod. = μετοικισμός См. μετοικισμος -
8 μετοικεσία
μετοίκηση [-ις (-εως)] η, μετοικισμός ο переселение; перемена места жительства -
9 μετοικισμού
-
10 μετοικισμοῦ
-
11 μετοικισμώ
-
12 μετοικισμῷ
-
13 μετοικισμών
-
14 μετοικισμῶν
-
15 переселение
-я ουδ.μετοικισμός, -ση, μετοικεσία. || μετακόμιση, μεταφορά (σε άλλο σπίτι ή διαμέρισμα).εκφρ.переселение народов – μετανάστευση των λαών•великое переселение народов – η μεγάλη μετανάστευση των λαών. -
16 Μεταγείτνια
Μεταγείτν-ια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μεταγείτνια
См. также в других словарях:
μετοικισμός — emigration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμός — ο (ΑΜ μετοικισμός) [μετοικίζω] μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μετοικισμοί — μετοικισμός emigration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμοῦ — μετοικισμός emigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμῶν — μετοικισμός emigration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμῷ — μετοικισμός emigration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμόν — μετοικισμός emigration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικισμός — διοικισμός, ο (Α) [διοικίζω] ο 1. μετοικισμός 2. ο μετοικισμός τών κατοίκων μιας πόλης ή συνοικίας για να αραιώσουν ή να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής … Dictionary of Greek