-
1 μετοικισμού
-
2 μετοικισμοῦ
См. также в других словарях:
μετοικισμοῦ — μετοικισμός emigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μετοικισμού
2 μετοικισμοῦ
μετοικισμοῦ — μετοικισμός emigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)