-
1 μετεώρισμα
μετεώρισμα, τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.
См. также в других словарях:
μετεώρισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek
μετεωρίσματι — μετεώρισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)