Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μετεώρισμα

См. также в других словарях:

  • μετεώρισμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίσματι — μετεώρισμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»