-
1 μετεωρισις
-
2 μετεωρισμος
ὁ Arst. = μετεώρισις См. μετεωρισις
См. также в других словарях:
μετεώρισις — lifting up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρίσει — μετεώρισις lifting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετεωρίσεϊ , μετεώρισις lifting up fem dat sg (epic) μετεώρισις lifting up fem dat sg (attic ionic) μετεωρίζω raise to a height aor subj act 3rd sg (epic) μετεωρίζω raise to a height fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρίσεις — μετεώρισις lifting up fem nom/voc pl (attic epic) μετεώρισις lifting up fem nom/acc pl (attic) μετεωρίζω raise to a height aor subj act 2nd sg (epic) μετεωρίζω raise to a height fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεώρισιν — μετεώρισις lifting up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεώριση — η (Α μετεώρισις) [μετεωρίζω] ανύψωση και παραμονή σε μετέωρη κατάσταση νεοελλ. η ανύψωση τού υπνωτιστή από το έδαφος και η παραμονή του στον αέρα χωρίς εμφανή μυϊκή ή μηχανική ενέργεια αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek
μετεωρίσῃ — μετεωρίσηι , μετεώρισις lifting up fem dat sg (epic) μετεωρίζω raise to a height aor subj mid 2nd sg μετεωρίζω raise to a height aor subj act 3rd sg μετεωρίζω raise to a height fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)