Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μετεωρίσῃ

  • 1 μετεωρίση

    μετεωρίσηι, μετεώρισις
    lifting up: fem dat sg (epic)
    μετεωρίζω
    raise to a height: aor subj mid 2nd sg
    μετεωρίζω
    raise to a height: aor subj act 3rd sg
    μετεωρίζω
    raise to a height: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μετεωρίση

  • 2 μετεωρίσῃ

    μετεωρίσηι, μετεώρισις
    lifting up: fem dat sg (epic)
    μετεωρίζω
    raise to a height: aor subj mid 2nd sg
    μετεωρίζω
    raise to a height: aor subj act 3rd sg
    μετεωρίζω
    raise to a height: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > μετεωρίσῃ

См. также в других словарях:

  • μετεώριση — η (Α μετεώρισις) [μετεωρίζω] ανύψωση και παραμονή σε μετέωρη κατάσταση νεοελλ. η ανύψωση τού υπνωτιστή από το έδαφος και η παραμονή του στον αέρα χωρίς εμφανή μυϊκή ή μηχανική ενέργεια αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίσῃ — μετεωρίσηι , μετεώρισις lifting up fem dat sg (epic) μετεωρίζω raise to a height aor subj mid 2nd sg μετεωρίζω raise to a height aor subj act 3rd sg μετεωρίζω raise to a height fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …   Dictionary of Greek

  • στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»