-
1 μετεωροσοφιστών
-
2 μετεωροσοφιστῶν
См. также в других словарях:
μετεωροσοφιστῶν — μετεωροσοφιστής astronomical sophist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μετεωροσοφιστών
2 μετεωροσοφιστῶν
μετεωροσοφιστῶν — μετεωροσοφιστής astronomical sophist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)