Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετεωρολόγος

См. также в других словарях:

  • μετεωρολόγος — one who talks of the heavenly bodies masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολόγος — ο, η (Α μετεωρολόγος) επιστήμονας που ασχολείται με τη μετεωρολογία, δηλαδή με τη σπουδή τών μετεώρων και γενικά τών ατμοσφαιρικών φαινομένων αρχ. 1. μετεωρολέσχης* 2. αστρονόμος 3. (και ως επίθ.) μετεωρολόγος, ον αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολόγος — ο, η ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τα μετεωρολογικά φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρολόγοι — μετεωρολόγος one who talks of the heavenly bodies masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολόγοις — μετεωρολόγος one who talks of the heavenly bodies masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολόγον — μετεωρολόγος one who talks of the heavenly bodies masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολόγους — μετεωρολόγος one who talks of the heavenly bodies masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολόγων — μετεωρολόγος one who talks of the heavenly bodies masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπτικός — ή, ό / συνοπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοπτος] 1. συγκεφαλαιωτικός, περιληπτικός 2. σύντομος, βραχύς («συνοπτικός πίνακας») νεοελλ. φρ. α) «συνοπτικά ευαγγέλια» τα τρία πρώτα ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης, το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον και το κατά… …   Dictionary of Greek

  • Κρούτζεν, Πάουλ — (Paul Crutzen, Άμστερνταμ 1933 –). Ολλανδός μετεωρολόγος. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και το 1961 προσελήφθη ως προγραμματιστής στο τμήμα μετεωρολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Το 1963 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»