Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μετεωρολογική

См. также в других словарях:

  • μετεωρολογικῇ — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογική — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • σμογκ — (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια… …   Dictionary of Greek

  • Патры — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Европейская организация спутниковой метеорологии — Координаты: 49°51′54″ с. ш. 8°37′37″ в. д. / 49.865° с. ш …   Википедия

  • βαροβαθμίδα — Η ελάττωση της πίεσης σε διεύθυνση κάθετη προς τις ισοβαρείς ανά μονάδα απόστασης. Οι διαφορές των πιέσεων σε ένα οριζόντιο επίπεδο έχουν μεγάλη σημασία από μετεωρολογική άποψη, γιατί είναι στενά συνδεδεμένες με τις οριζόντιες μετακινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»