-
1 μεταχαρασσω
досл. перечеканивать, перен. переделывать, изменять(τὸ τάχος εἰς ὄκνον Men.)
См. также в других словарях:
μετακεχάρακται — μετά χαράσσω make pointed perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχαράττετο — μετά χαράσσω make pointed imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχαράχθη — μετά χαράσσω make pointed aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχαράχθησαν — μετά χαράσσω make pointed aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχάραξεν — μετά χαράσσω make pointed aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχάραττεν — μετά χαράσσω make pointed imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… … Dictionary of Greek