-
1 μεταφυομαι
(aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться(ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.)
-
2 διαφυομαι
(aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)1) расти в разные стороны, разрастатьсяδιαφύντος ἑνὸς πλέον΄ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. — когда одно разрастается, возникает многое
2) расти в промежутке, врастать(ὑμέν διαπεφυκώς Arst.)
3) перен. врастать, укоренятьсяδιαπεφυκέναι τινός Plut. — укрепиться в чем-л.
4) протекать в промежутке
См. также в других словарях:
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek