-
1 μεταστρεφω
(aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)1) поворачивать, обращать(τὸ πρόσωπον πρός τι Plat.)
στῆ μεταστρεφθείς Hom. — он остановился и повернулся (лицом к врагу);οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Plat. — они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно;μ. νόον Hom. — повернуть свою мысль в другую сторону, т.е. передумать;μ. ἐκ χόλου φίλον ἦτορ Hom. — отвратить свое сердце от гнева, т.е. перестать сердиться;ἐπὴ τὰ προειρημένα μ. Plat. — возвращаться к уже сказанному2) переворачивать, выворачивать(τοὺς λόγους ἄνω καὴ κάτω Plat.)
3) изменятьὁρᾷς γὰρ τἄμ΄ ὅσῳ μετεστράφη Eur. — ты ведь видишь, как переменилась моя судьба
4) извращать, искажать(τὰς αἰτίας Dem.; τὸ δίκαιον Arst.)
5) заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.)(ἀντὴ τοῦ ἰῶτα ἦτα Plat.)
6) отменять(τὸ ψήφισμα Arph.)
-
2 προσοχή
η 1.1) внимание;προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;
στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;
τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχή — привлекать чьё-л. внимание;
δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;
2) уход, внимание, забота;τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;
3) осторожность, осмотрительность;μετά προσοχής — осторожно;
4):στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;
τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;
2. εηιφ:1) внимание!, берегись!, осторожно!;2) смирно! (команда)
См. также в других словарях:
ευμετάστρεπτος — εὐμετάστρεπτος, ον (Α) αυτός που μεταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα στρέφω] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek