-
1 μετα-στρατεύομαι
μετα-στρατεύομαι, (zu einem andern Anführer) übergehen, ἐς τὸν Σύλλαν, App. Mithr. 51.
-
2 μεταστρατεύομαι
-
3 στρατεύω
A advance with an army or fleet, wage war, or rulers, offcers, or men, ;Θηβαῖοι.. ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108
, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; ;Καρχηδόνιοι -εύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37
; εἰς Σικελίαν -εύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16;σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9
: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp. 116;Λακεδαιμόνιοι.. τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112
; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF 825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in [voice] Med.,στρατεύομαι Hdt.7.61
, etc.: [tense] fut. - εύσομαι ib.11, D.8.23: [tense] aor.ἐστρατευσάμην Hdt.1.204
, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; alsoἐστρατεύθην Pi.P.1.51
, Apollod.1.9.13: [tense] pf.ἐστράτευμαι Is.4.29
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl. [tense] pf. [voice] Med.ἐστροτεύαθη IG7.3174.27
(Orchom. [dialect] Boeot.), al.: ; -εύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ -ευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν.. ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4;ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232
, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης ς. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου ς. ibid.;ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7
;σφι ἐδόκεε -εύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86
;ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου -εύονται.. πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28
;σ. μετά τινων E.IA 967
;ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R. 429b
;τῆς σῆς οὕνεκ'.. γυναικός S.Aj. 1111
;ὑπό τινι Plu.Cam.2
;ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139
;ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4
, cf. And.3.30, etc.;κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70
(Pergam., i B.C.);πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3
; μισθοῦ ς. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω ς. Pl.Lg. 814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος,= a militiis, IG14.716 ([place name] Naples): c. acc. cogn.,τὰς στρατείας -ευόμενος Is.10.25
.2 [voice] Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ -εύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ -ευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between [voice] Act. and [voice] Med., as in 6.7, 108; in [dialect] Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the [voice] Med. is much the more freq.II later, in [voice] Act., take or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:— [voice] Pass.,τῶν νεολέκτων τῶν -ευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5
(iv A.D.);ὁ νῦν -ευθεὶς τίρων PLond.2.237.31
(iv A.D.).III v. στραγγεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεύω
См. также в других словарях:
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek