-
1 μετα-πτωτικός
μετα-πτωτικός, ή, όν, leicht umschlagend, veränderlich, M. Anton. 11, 10 u. a. Sp. Bei D. Hal. C. V. p. 160 vocales ancipites.
-
2 μεταπτωτικός
μετα-πτωτικός, ή, όν, u. μετά-πτωτος, leicht umschlagend, veränderlich
См. также в других словарях:
πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… … Dictionary of Greek