-
1 μετακυλίνδω
A roll to another place, roll over,μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.Ra. 536
:—also [suff] μετα-κῠλίω [pron. full] [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—[voice] Pass.,εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535
, cf. Phlp. in de An.115.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακυλίνδω
-
2 μετακυλίνδειν
μετά-κυλίνδωroll: pres inf act (attic epic) -
3 μετακεκύλιστο
μετακεκύλῑστο, μετά-κυλίνδωroll: plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
4 μετακυλισθείσης
μετακυλῑσθείσης, μετά-κυλίνδωroll: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
5 μετακυλίσαι
μετακυλί̱σαῑ, μετά-κυλίνδωroll: aor opt act 3rd sg -
6 μετακυλίσας
μετακυλί̱σᾱς, μετά-κυλίνδωroll: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 μετεκύλισε
μετεκύλῑσε, μετά-κυλίνδωroll: aor ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
μετακυλίνδειν — μετά κυλίνδω roll pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκύλιστο — μετακεκύλῑστο , μετά κυλίνδω roll plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυλισθείσης — μετακυλῑσθείσης , μετά κυλίνδω roll aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυλίσαι — μετακυλί̱σαῑ , μετά κυλίνδω roll aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυλίσας — μετακυλί̱σᾱς , μετά κυλίνδω roll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκύλισε — μετεκύλῑσε , μετά κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… … Dictionary of Greek