-
1 μετακοσμεω
пере(у)страивать, переделывать(τὰ περὴ τοὺς ἀνθρώπους Luc.; ἅπαντα πρὸς τὸ δημοτικώτερον Plut.)
μετακοσμούμενος θέσει Arst. — по-иному расположенный, оказавшийся в другом положении;τέν πόλιν εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς μ. Plut. — присоединить город к Ахейскому союзу
См. также в других словарях:
μετακεκοσμημένον — μετά κοσμέω order perf part mp masc acc sg μετά κοσμέω order perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκοσμημένης — μετά κοσμέω order perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκοσμῆσθαι — μετά κοσμέω order perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκοσμεῖτο — μετά κοσμέω order imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκοσμοῦντο — μετά κοσμέω order imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκοσμήθη — μετά κοσμέω order aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκοσμήθησαν — μετά κοσμέω order aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκοσμήσαντο — μετά κοσμέω order aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκόσμει — μετά κοσμέω order imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκόσμησαν — μετά κοσμέω order aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκόσμησε — μετά κοσμέω order aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)