-
1 μετα-βάπτω
μετα-βάπτω, umfärben, anders färben, Sp., wie Luc. bis accus. 8, μεταβαφέντες ὑπὸ τοῦ δέους Gymnas. 33; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, durch Eintauchen in Essig verändert, Plut. Lys. 17.
-
2 μεταβάπτω
μετα-βάπτω, umfärben, anders färben; von der eisernen Münze der Spartaner, ὄξει μεταβαπτόμενον ἐκ πυρός, durch Eintauchen in Essig verändert -
3 μεταβαπτω
( путем погружения) окрашивать в иной цвет, перекрашивать(ὄξει μεταβαπτόμενον νόμισμα Plut.; ἱκανῶς μεταβεβάφθαι Luc.)
ὑπὸ τοῦ δέους μεταβαφείς Luc. — изменившись от страха в лице
См. также в других словарях:
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek