-
1 μεταῤ-ῥίπτω
μεταῤ-ῥίπτω, umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταῤῥίπτει, 25, 90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17, 13, 8, öfter.
-
2 μεταῤῥίπτω,
μεταῤ-ῥίπτω, u. μεταῤ-ῥιπτέω, umwerfen, verändern -
3 μεταῤῥιπτέω
μεταῤ-ῥίπτω, u. μεταῤ-ῥιπτέω, umwerfen, verändern