-
1 μεταιτιος
2 и 31) участвующий (участвовавший) в чем-л., (со)причастный(μ. φόνου Her.; τούτων οὐ μ. πέλῃ, ἀλλὰ παναίτιος Aesch.)
μ. τινι θανεῖν Soph. — виновный в чьей-л. смерти2) содействующий, помогающий(οἱ ἐμοὴ μεταίτιοι νόστου Aesch.)
τῆσδ΄ ἐστὲ βουλῆς μεταίτιαι Aesch. — помогите мне здесь вашим советом -
2 κακουχια
ἥ1) разорение, гибель(πατρῴας χθονός Aesch.)
2) злодеяние, преступление(τινὸς κακουχίας μεταίτιος Plat.)
3) несчастье, бедствие -
3 παναιτιος
21) являющийся (перво)причиной всего(Ζεύς Aesch.)
2) являющийся единственным виновникомοὐ μεταίτιος, ἀλλ΄ παναίτιος Aesch. — не соучастник, а единственный виновник
-
4 συμμεταιτιος
2являющийся дополнительной причиной, сопричинныйτὰ συμμεταίτια πρός τι Plat. — вся совокупность причин чего-л.
См. также в других словарях:
μεταίτιος — being the joint cause of masc nom sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] … Dictionary of Greek
μεταίτιον — μεταίτιος being the joint cause of masc acc sg μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem acc sg μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc sg μεταιτέω demand one s share of imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταιτίου — μεταίτιος being the joint cause of masc/neut gen sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταιτίους — μεταίτιος being the joint cause of masc acc pl μεταίτιος being the joint cause of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταίτια — μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc pl μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταίτιοι — μεταίτιος being the joint cause of masc nom/voc pl μεταίτιος being the joint cause of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταίτιαι — μεταίτιος being the joint cause of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
συμμεταίτιος — ον, Α συνένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»] … Dictionary of Greek
μεταιτίᾳ — μεταιτίᾱͅ , μεταίτιος being the joint cause of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)