-
1 μεταχθόνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχθόνιος
-
2 μεταχθονίην
μεταχθόνιοςto land: fem acc sg (epic ionic) -
3 μεταχθονίου
μεταχθόνιοςto land: masc /neut gen sg -
4 μεταχρόνιος
A = μετάχρονος, happening afterwards, Tryph.1; of an oracle post eventum, Luc.Alex. 28; delayed, Gal.19.522.II = μετέωρος, high in air, μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον [Ἅρπυιαι] Hes.Th. 269, cf. A.R.2.300, al., Pae.Oxy.660.13, Nonn.D.20.289,42.1: μεταχθόνιος is suggested in Sch.A.R.2.587; but Gramm. recognize this use of μεταχρόνιος, Hsch. s.v. μεταίσιον (leg. μετάρσιον), Apollon.Lex., EM581.41, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχρόνιος
См. также в других словарях:
μεταχθόνιος — μεταχθόνιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά, ο επίγειος («μεταχθονίου χιτῶνος» χιτώνα σαν αυτόν που φορούν οι άνθρωποι στη γη, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χθονός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μεταχθονίην — μεταχθόνιος to land fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχθονίου — μεταχθόνιος to land masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)