-
1 μεταφραστής
μεταφραστήςtranslator: masc nom sg -
2 μεταφραστής
ο, μεταφράστρια η переводчик, -ца -
3 μεταφραστής
[мэтафрастис] ουσ. а. переводчик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφραστής
-
4 μεταφραστής
[мэтафрастис] ουσ α переводчик. -
5 μεταφραστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταφραστής
-
6 μεταφράστης
μετα-φράστης, ὁ, der in einen andern Ausdruck überträgt, übersetzt, umschreibt -
7 μεταφραστής
traducteur -
8 tercüman
μεταφραστής -
9 traducteur
μεταφραστής -
10 μεταφραστήν
μεταφραστήςtranslator: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 переводчик
-
12 μετα-φράστης
μετα-φράστης, ὁ (nicht μεταφραστής, Lob. parall. 448), der in einen andern Ausdruck überträgt, übersetzt, umschreibt, Sp., vgl. Koen zu Greg. Cor. 58. 872.
-
13 переводчик
(письменный) о μεταφραστής, (устный) о διερμηνέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переводчик
-
14 переводчик
перево́дч||икм ὁ μεταφραστής (литературы)/ ὁ διερμηνεύς [-ας] (устный). -
15 μεταφραστή
-
16 μεταφραστῇ
-
17 μεταφραστού
-
18 μεταφραστοῦ
-
19 translator
noun (a person who translates.) μεταφραστής -
20 буква
-ы θ.1. γράμμα (αλφαβήτου)•строчная буква το μικρό γράμμα•
прописная, заглавная -το κεφαλαίο γράμμα•
начальная буква το αρχικό γράμμα.
2. το τυπικό•переводчик должен передавать дух, а не -у ο μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη μεταφράζει κατά γράμμα.
εκφρ.буква в -у – κατά γράμμα (ακριβώς)•быть, оставаться мертвой -ой – είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταφράστης — μεταφράστης, ὁ (ΑΜ) βλ. μεταφραστής … Dictionary of Greek
μεταφραστής — translator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
μεταφραστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που μεταφράζει κάποιο κείμενο: Ο μεταφραστής δεν απόδωσε σωστά το βιβλίο. 2. ο επαγγελματίας που αναλαμβάνει μεταφράσεις: Είναι συγγραφέας και μεταφραστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφραστοῦ — μεταφραστής translator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστῇ — μεταφραστής translator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφραστήν — μεταφραστής translator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βάρναλης, Κώστας — (Πύργος, Βουλγαρία 1882 ή 1884 – Αθήνα 1974). Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Νέος ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1909 άρχισε να υπηρετεί στο Δημόσιο ως δάσκαλος, το… … Dictionary of Greek
Έξαρχος, Θεόδωρος — (Κέρκυρα 1930 –). Ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία άρθρωση και εκφορά λόγου που διαθέτει του επέτρεψαν να ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με το ραδιόφωνο. Το 1951 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek