Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεταφορητός

См. также в других словарях:

  • μεταφορητός — μεταφορητός, ή, όν (Α) [μεταφορώ] αυτός τον οποίο μπορεί να τόν μεταφέρει κανείς, ο φορητός …   Dictionary of Greek

  • μεταφορητός — portable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορητόν — μεταφορητός portable masc/fem acc sg μεταφορητός portable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορητά — μεταφορητός portable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορητῷ — μεταφορητός portable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»