-
1 μεταφορητος
См. также в других словарях:
μεταφορητός — μεταφορητός, ή, όν (Α) [μεταφορώ] αυτός τον οποίο μπορεί να τόν μεταφέρει κανείς, ο φορητός … Dictionary of Greek
μεταφορητός — portable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορητόν — μεταφορητός portable masc/fem acc sg μεταφορητός portable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορητά — μεταφορητός portable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορητῷ — μεταφορητός portable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)