-
121 метафора
-ы θ.μεταφορά (μεταφορική σημασία). -
122 метафоричность
-и θ.μεταφορά. -
123 наездить
-езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. наезженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. πηγαίνω, ταξιδεύω•на чахлом коне много не -дишь με παλιάλογο μακριά δε θα πας.
|| διανύω, διατρέχω, κάνω.2. κερδίζω, βγάζω με τη μεταφορά, με το αγώγι.3. ανοίγω, κάνω δρόμο (με συχνές διαδρομές), πατώ.4. συνηθίζω στο σαμάρωμα, στη ζεύξη, στην ιππασία.διανυω, διατρέχω μεγάλη απόσταση•наездить на велосипеде κάνω πολύ ποδηλασία, χορταίνω ποδηλασία.
-
124 наезживать
-
125 натаскивание
-я ουδ.1. κουβάλημα,; μεταφορά, μετακόμιση.2. εξαγωγή, βγάλσιμο.3. κλεψιμο, βούτηγμα, πάρσιμο.4. τιμωρία, τράβηγμα αυτιών ή μαλλιών.-я ουδ.1. βλ. натаска.2. διδασκαλ,ία στοιχειωδών γνώσεων, κουτσό μάθηση, -
126 носка
-и θ.1. μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.2. (για πτηνά) ωοτοκία.3. ντύσιμο,φόρεμα. -
127 обвоз
-а α.περιφορά. || μεταφορά. -
128 отвод
-а α.1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.4. παραχώρηση, χορήγηση.5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.6. εξαίρεση•заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.
7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.10. παλ. κλήρος γης.εκφρ.для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.
См. также в других словарях:
μεταφορά — μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc/acc dual μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾷ — μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
μεταφορά — η 1. μετακίνηση προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. σε άλλο τόπο: Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ελικόπτερο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όταν μια λέξη ή φράση δεν αποδίδεται κυριολεκτικά, αλλά με παραβολή ή παρομοίωση, π.χ. καυτές ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
μεταφορᾶι — μεταφορᾷ , μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράν — μεταφορά̱ν , μεταφορά transference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς — μεταφορά̱ς , μεταφορά transference fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραῖς — μεταφορά transference fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραί — μεταφορά transference fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾶς — μεταφορά transference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)