-
101 лесосплав
[λιεσασπλάφ] ουσ α μεταφορά ξυλείας με το ρεύμα του ποταμιού -
102 метафора
[μιτάφαρα] ουσ θ (λογοτεχν) μεταφορά -
103 нанесение
[νανισιένιιε] ουσ ο μαρκάρισμα, μεταφορά -
104 увоз
[ουβός] ουσ α μεταφορά -
105 анахронизм
-а α.αναχρονισμός, λαθεμένη μεταφορά γεγονότος ή φαινομένου μιας εποχής σε άλλη. || παλιός, ξεπερασμένος,ασύγχρονος. -
106 водный
επ.υδάτινος, του νερού•водный раствор υδάτινο διάλυμα•
-ое пространство υδάτινη έκταση•
водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•
водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•
-путь θαλάσσια συγκοινωνία.
-
107 вывозка
-и θ.εξαγωγή, μεταφορά από μέσα προς τα έξω (με μεταφ. μέσο). -
108 выкатать
ρ.σ.μ.1. ομαλύνω, ισιάζω, στρώνω.2. κυλώ•выкатать кого–нибудь в снеге κυλώ κάποιον στο χιόνι.
3. (διαλκ.) πληρώνομαι για τη μεταφορά.1. ομαλύνομαι, ισιώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).2. ρ.σ.μ. (απλ.) κυλώ προς τα έξω. -
109 вынос
-а α.1. εξαγωγή, μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα.2. εκβολή, προβολή.3. εκφορά•вынос тела из квартиры η εκφορά του νεκρού από την κατοικία.
4. τρόπος ζεύξης των αλόγων στο αμάξι.5. πρόσχωμα. -
110 грабарка
-и θ.γυναίκα-σκαφτιάς. || κάρο για μεταφορά χωμάτων. -
111 довозить
-
112 ездка
-и, γεν. πλθ. -док, δοτ. -дкэм θ. διαδρομή, μεταφορά•привезти дрова в две -и μεταφέρω καυσόξυλα σε δυο διαδρομές.
-
113 железнодорожный
επ.σιδηροδρομικός•-ые пути σιδηροδρομικές οδοί•
железнодорожный транспорт σιδηροδρομική μεταφορά•
-ая ветка σιδηροδρομική διακλάδωση•
железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
-ая сеть σιδηροδρομικό δίχτυ.
-
114 завозка
-и θ.μεταφορά, μετακόμιση. -
115 занесение
-я ουδ.1. προσκόμιση. || μεταφορά.2. εγγραφή.3. ύψωση, σήκωμα. -
116 зафрахтовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зафрахтованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. ναυλώνω σκάφος για μεταφορά. -
117 извоз
-а α. (προεπαν.) αγώγι (για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)•он занимается -ом αυτός κάνει τον αγωγιάτη•
держать г διατηρώ άλογα για αγώγι.
-
118 коза
-ы θ. πλθ. козы.1. γίδα, κατσίκα.2. μτφ. σφριγηλό και πεταχτό κορίτσι, κατσίκα.3. βαγονάκι για μεταφορά μικρών δοκών.εκφρ.дикая коза – βλ. косуля 1•драть ή лупить κ.τ.τ. сидорову -у – δέρνω ανελέητα•на - не подъедешь кому – (απλ.) ζόρικος άνθρωπος (απλησίαστος)•на - не объедешь – (απλ.) δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
119 конвекция
-и θ.μεταφορά θερμότητας ή ηλεκτρ. ενέργειας• εναλλαγή, μετατόπιση υδάτων ή ατμοσφαιρικού αέρα. -
120 лесосплав
-а α.μεταφορά ξυλείας με το ρεύμα του ποταμού.
См. также в других словарях:
μεταφορά — μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc/acc dual μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾷ — μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
μεταφορά — η 1. μετακίνηση προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. σε άλλο τόπο: Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ελικόπτερο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όταν μια λέξη ή φράση δεν αποδίδεται κυριολεκτικά, αλλά με παραβολή ή παρομοίωση, π.χ. καυτές ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
μεταφορᾶι — μεταφορᾷ , μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράν — μεταφορά̱ν , μεταφορά transference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς — μεταφορά̱ς , μεταφορά transference fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραῖς — μεταφορά transference fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραί — μεταφορά transference fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾶς — μεταφορά transference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)