Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεταμορφώνω

  • 1 μεταμορφώνω

    [мэтаморфоно] р. преображать, превращать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταμορφώνω

  • 2 метаморфизировать

    μεταμορφώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метаморфизировать

  • 3 делать

    1. (выполнять) κάνω, εκτελώ 2. (изготовлять, производить) κατασκευάζω, φτιάχνω 3. (действовать) ενεργώ, πράττω 4. (обращать, превращать) μεταμορφώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делать

  • 4 обращать

    (изменять вид, форму и т.д.) μετατρέπω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращать

  • 5 перековать

    1. (выковать заново) σφυρηλατώ (εν θερμώ) ξανά/από την αρχή 2. (ковкой переделать во что-л. другое) μεταμορφώνω (σε κάτι άλλο) το διάπυρο μέταλλο με σφυρηλασία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перековать

  • 6 превращать

    αλλάζω, μετατρέπω, μεταβάλλω, τροποποιώ, μεταμορφώνω
    -ся μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι
    μεταμορφώνομαι, γίνομαι, μετασχηματίζομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превращать

  • 7 трансформирование

    ο μετασχηματισμός
    η μετατροπή
    η μεταμόρφωση
    -ть μετασχηματίζω, μετατρέπω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформирование

  • 8 обращать

    обращать
    несов
    1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:
    \обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·
    2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·
    3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > обращать

  • 9 превращать

    превращать
    несов μετατρέπω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω:
    \превращать в жидкое состояние ὑγροποιώ, ρευστοποιώ· \превращать в порошок μετατρέπω σέ σκόνη, κονιοποιώ· \превращать в у́голь ἀνθρακοποιώ· \превращать в во́ду (в пар) μεταβάλλω τό νερό (σέ ἀτμό)· ◊ \превращать в шутку τ» γυρίζω στό ἀστείο.

    Русско-новогреческий словарь > превращать

  • 10 преображ

    преобра||ж
    агьнесов μεταμορφώνω, μετα-μορφώ, ἀλλάζω.

    Русско-новогреческий словарь > преображ

  • 11 трансформировать

    трансформ||и́ровать
    сов и несов μετασχηματίζω, μετατρέπω, · μεταμορφώνω.

    Русско-новогреческий словарь > трансформировать

  • 12 видоизменить

    -меню, -менишь, к. -менишь ρ.σ.μ.
    αλλάζω το είδος, τη μορφή, το σχήμα, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω• τροποποιώ• μεταποιώ•

    видоизменить план τροποποιώ το σχέδιο•

    видоизменить костюм μεταποιώ το κουστούμι.

    μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > видоизменить

  • 13 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 14 оборотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обороченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, γυρίζω, στρέφω. || τρέπω, δίνω τροπή, κατεύθυνση.
    2. (για παραμύθια, μαγείες) μεταμορφώνω• μετατρέπω, μεταβάλλω.
    1. γυρίζω, στρίβω.
    2. βλ. обратиться (3 σημ.).
    3. (στα παραμύθια, μάγια κ.τ.τ.) μεταμορφώνο-νομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι.
    4. κυκλοφορώ, κάνω ένα γύρο.

    Большой русско-греческий словарь > оборотить

  • 15 переключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переключённый, βρ: -чен, -чена, -чено. ρ.σ.μ.
    1. μεταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταστρέφω.
    2. μεταφέρω, αλλάζω, μετατρέπω, μεταμορφώνω. || μτφ. στρέφω, γυρίζω αλλού•

    переключить разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    1. μεταφέρομαι, αλλάζω, περνώ μετατρέπομαι.
    2. μτφ. κατευθύνομαι, στρέφομαι αλλού•

    разговор -лся на другую тему η συνομιλία στράφηκε σε άλλο θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > переключить

  • 16 перековать

    -кую, -кушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекованный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ξαναπεταλώνω.
    2. πεταλώνω (όλα, πολλά).
    3. ξανασφυρηλατώ, ξανασφυροκοπώ, ξαναχαλκεύω.
    ||
    μτφ. αλλάζω ριζικά, μεταμορφώνω αναμορφώνω, αναπλάθω, αναδιαπαιδαγωγώ.

    Большой русско-греческий словарь > перековать

  • 17 переродить

    -рожу, -родишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перерожденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ. αναγεννώ, αναδημιουργώ, μεταμορφώνω, αλλάζω.
    αναγεννιέμαι, αναδημιουργούμαι, μεταμορφώνομαι, αλλάζω. || εκφυλίζομαι., αλλοιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > переродить

  • 18 превратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ, μετασχηματίζω• μεταμορφώνω•

    превратить кристаллы в порошок κάνω τα κρύσταλλα σκόνη•

    превратить лд в воду μεταβάλλω τον πάγο σε νερό•

    превратить дело в шутку γυρίζω την υπόθεση στ αστείο.

    μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, γίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.• гранит -лся в песок ο γρανίτης μετατράπηκε σε άμμο•

    червяк -лся в бабочку η κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα.

    || εντείνω στο έπακρο (ακοή, όραση, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > превратить

  • 19 преобразить

    -ажу -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преображенный, βρ: -жен, -жена, -жено; ρ.σ.μ. μεταμορφώνω μετασχηματίζωμεταποιώ. || μετατρέπω, μεταβάλλω αλλάζω.
    μεταμορφώνομαι• μετασχηματίζομαι• μεταποιούμαι. || μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι• αλλάζω.

    Большой русско-греческий словарь > преобразить

  • 20 преобразовать

    -зуго, -зуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преобразованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μεταμορφώνω μετασχηματίζω μεταποιώ τροποποιώ, μεταρρυθμίζω διαφοροποιώ. || μεταβάλλω, μετατρέπω•

    преобразовать переменный ток в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.

    μεταμορφώνομαι μετασχηματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > преобразовать

См. также в других словарях:

  • μεταμορφώνω — μεταμορφώνω, μεταμόρφωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταμορφώνω — (ΑM μεταμορφῶ, όω) 1. μεταβάλλω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου (α. «τόν μεταμόρφωσε σε κύκνο» β. «μεταμορφοῡσθαι εἰς Ἀπόλλωνα», Φίλ.) 2. μεταβάλλω τη φύση, τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα (α. «ο γάμος του τόν μεταμόρφωσε τελείως» β. «μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμορφώνω — μεταμόρφωσα, μεταμορφώθηκα, μεταμορφωμένος 1. αλλάζω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου, μετασχηματίζω: Ο πλαστικός χειρούργος τη μεταμόρφωσε εντελώς. 2. μτφ., αλλάζω τη φύση, τις ιδιότητες, το χαρακτήρα κτλ. κάποιου: Η αγάπη της τον μεταμόρφωσε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • αμεταμόρφωτος — η, ο [μεταμορφώνω] αυτός που δεν άλλαξε ή δεν μπορεί να αλλάξει μορφή, να μεταμορφωθεί …   Dictionary of Greek

  • αναμαρμαρώνω — 1. αποκαθιστώ οικοδόμημα στην παλαιά του μορφή καλύπτοντας το με πλάκες μαρμάρου 2. κατασκευάζω εκ νέου ένα κτήριο με μάρμαρο 3. (στα παραμύθια) μεταμορφώνω έμψυχο σε πέτρα, απολιθώνω …   Dictionary of Greek

  • αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… …   Dictionary of Greek

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • αποθηριώνω — (AM ἀποθηριῶ, όω) μεταμορφώνω κάποιον σε θηρίο, εξαγριώνω (αρχ., ούμαι) 1. γίνομαι θηρίο 2. είμαι γεμάτος θηρία («ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῑλος») …   Dictionary of Greek

  • αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») …   Dictionary of Greek

  • απομορφώ — ἀπομορφῶ ( όω) (AM) μσν. ( ῶ) μεταμορφώνω αρχ. ( οῡμαι) μεταμορφώνομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»