Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μετατοπίζομαι

  • 1 передвигаться

    1. (перемещаться) μετατοπίζομαι 2. (о транспортных средствах) μετακινούμαι, κινούμαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передвигаться

  • 2 передвигать

    передвигать см. передвинуть \передвигаться 1) см. передвинуться 2) (двигаться) μετακινούμαι, μετατοπίζομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > передвигать

  • 3 передвигаться

    2) ( двигаться) μετακινούμαι, μετατοπίζομαι

    Русско-греческий словарь > передвигаться

  • 4 отодвигаться

    отодвигать||ся
    1. ἀπομακρύνομαι, μετατοπίζομαι, παραμερίζω/ ὑποχωρῶ (отступать назад):
    \отодвигатьсяся к окну́ παραμερίζω προς τό παράθυρο· \отодвигатьсяся к стене ὑποχωρώ προς τόν τοίχο·
    2. перен (отсрочиваться) разг ἀναβάλλομαι.

    Русско-новогреческий словарь > отодвигаться

  • 5 перекочевать

    перекочевать
    сов, перекочевывать несов
    1. μετατοπίζομαι, μεταναστεύω·
    2. перен разг μετακομίζω, μετοικώ, ἀλλάζω κατοικία

    Русско-новогреческий словарь > перекочевать

  • 6 перемещаться

    перемещать||ся
    μετατίθεμαι, μετατοπίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > перемещаться

  • 7 подаваться

    подавать||ся
    1. (сдвинуться) κινιέμαι, μετατοπίζομαι / ὑποχωρώ (уступить напору):
    дверь не подается ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει· \подаватьсяся вперед προχωρώ προς τά ἐμπρός· \подаватьсяся назад κι-νοῦμαι προς τά πίσω, κάνω πίσω·
    2. (уступать просьбам) ὑποχωρώ, ἐνδίδω·
    3. (отправляться) разг πηγαίνω, τραβώ γιά, φεύγω γιά:
    \подаватьсяся на юг τραβώ γιά τά νότια μέρη.

    Русско-новогреческий словарь > подаваться

  • 8 смещаться

    смещ||аться
    μετατίθεμαι, μετατοπίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > смещаться

  • 9 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 10 ездить

    езжу, ездишь, ρ.δ.
    1. βλ. ехать (με τη διαφορά όΐι η κίνηση εδώ επαναλαβαίνεται ή γίνεται αε διάφορες κατευθΰνσεις)
    2. έρχομαι, επισκέπτομαι (με μεταφ. μέσο)•

    он к нам -ит каждый день αυτός έρχεται σε μας κάθε μέρα.

    3. μπορώ να οδηγώ•

    на велосипеде он -ит отлично αυτός πηγαίνει με το ποδήλατο άριστα.

    4. μτφ. κινούμαι, μετατοπίζομαι, ξεφεύγω.
    εκφρ.
    ездить (верхом) на ком – πηγαίνω (ή είμαι) καβάλα (υποτάσσω για τα συμφέροντα μου).

    Большой русско-греческий словарь > ездить

  • 11 ехать

    еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.
    1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•

    ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•

    ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•

    ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.

    || κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•

    поезд едет το τραίνο πηγαίνει.

    2. αναχωρώ, φεύγω•

    завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.

    3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•

    галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.

    Большой русско-греческий словарь > ехать

  • 12 надвинуть

    ρ.σ. μετακινώ βάζω• χώνω•

    шапку на самые глаза χώνω τη σκούφια ως τα μάτια.

    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > надвинуть

  • 13 отгонять

    ρ.δ.
    βλ. отогнать.
    1. διώχνομαι, εκδιώκομαι. || μετατοπίζομαι, παρασύρομαι.
    2. μετακινούμαι.
    3. παίρνομαι με τη βία, αρπάζομαι.
    ρ.σ.μ. παύω να οδηγώ, να στέλλω κλπ. ρ. βλ. гнать.

    Большой русско-греческий словарь > отгонять

  • 14 откатить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραμερίζω, αναμερίζω κυλώντας μετακυλώ.
    2. (για οχήματα)• φεύγω αναχωρώ γρήγορα.
    1. μετατοπίζομαι με κύλιση• μετακυλιέμαι. || φεύγω γλιστρώντας•

    откатить на коньках φεύγω με τα παγοπέδιλα.

    2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω•

    волна -лась το κύμα (χτυπώντας) γύρισε πίσω.

    || μτφ. ανατρέπομαι, υποχωρώ κάτω από την πίεση του εχθρού, κατρακυλώ.

    Большой русско-греческий словарь > откатить

  • 15 отодвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•

    отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.

    || ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•

    отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.

    2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•

    отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•

    отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.

    1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,
    2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отодвинуть

  • 16 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 17 отставлять

    ρ.δ.
    βλ. отставить (1, 2 σημ.)
    1. μετακινούμαι, αναμερίζω, μετατοπίζομαι. || προβάλλομαι• εκτείνομαι.
    2. απομακρύνομαι• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отставлять

  • 18 перебегать

    ρ.δ.
    1. βλ. перебежать.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι γρήγορα. || μτφ. (για διαθέσεις, αισθήματα κ.τ.τ.) εναλλάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перебегать

  • 19 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 20 перевалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ με-ταρρίπτω μεταφορτώνω• ρίχνω, σωριάζω.
    2. μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφογραμμή). || διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχίζω, διελαύνω.
    3. (ξε)περνώ•

    сумма в текущем году -ла за 8000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8000 ρούβλια•

    - ло за полночь (απρόσ.) πέρασαν τα μεσάνυχτα•

    ему -ло за пятьдесять (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια).

    1. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι περνώ. || γυρίζω, στρέφω•

    перевалить на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό.

    || κάμπτομαι, λυγίζω.
    2. (ξε)περνώ, υπερτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > перевалить

См. также в других словарях:

  • μετατοπίζομαι — μετατοπίζομαι, μετατοπίστηκα, μετατοπισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… …   Dictionary of Greek

  • αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο …   Dictionary of Greek

  • επαυτομολώ — ἐπαυτομολῶ, έω (Α) αυτομολώ, μεταβαίνω, μετατοπίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ …   Dictionary of Greek

  • κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλοσέρνω — (Μ κωλοσέρνω και κωλοσύρνω) σέρνω πίσω μου, σέρνω στο έδαφος νεοελλ. μέσ. κωλοσέρνομαι μετατοπίζομαι ή μετακινούμαι με δυσκολία («κωλοσέρνεται ο φουκαράς») …   Dictionary of Greek

  • μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μεθιδρύω — (Α) 1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.) 2. μέσ. μεθιδρύομαι α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»