-
1 μετασχιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετασχιστής
См. также в других словарях:
μετασχίστης — και μετασχιστής, ὁ (Α) αυτός που διαιρεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σχίστης (< σχίζω), πρβλ. ξυλο σχίστης, παρα σχίστης] … Dictionary of Greek